μεγαλοπρεπής

μεγαλοπρεπής
μεγαλοπρεπής, ές (s. prec. entry; Hdt., Aristoph.+; ins, pap, LXX; En 32:3; Philo; Jos., Ant. 9, 182; 13, 242) magnificent, sublime, majestic, impressive δόξα 2 Pt 1:17; 1 Cl 9:2. κράτος θεοῦ 61:1. βούλησις θεοῦ 9:1. δωρεαὶ θεοῦ 19:2 (Diod S 3, 54, 6 δῶρα μεγαλοπρεπῆ). ἡ μ. θρησκεία τοῦ ὑψίστου the exalted/impressive worship of the Most High 45:7 (Appian, Bell. Civ. 5, 4 §15 τῇ θεῷ μεγαλοπρεπῶς ἔθυε; cp. the adj. Theopomp. 115: Fgm. 344, Jac. p. 607, 16). τὸ μ. καὶ ἅγιον ὄνομα Χριστοῦ 1 Cl 64 (cp. 2 Macc 8:15).—τὸ μ. τῆς φιλοξενίας ὑμῶν ἦθος the impressive character of your hospitality 1:2.—New Docs 2, 108f. DELG s.v. πρέπω. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοπρεπής — befitting a great man masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρεπής — ές και μεγαλόπρεπος, η, ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, ές) 1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ ἀληθείας», Πλάτ.) 2. (για ύφος) υψηλός 3. το… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και μεγαλόπρεπος, η, ο αυτός που έχει πολυτελή και επιβλητική εμφάνιση: Οι βασιλιάδες φορούσαν μεγαλοπρεπείς ενδυμασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… …   Dictionary of Greek

  • χαλκή — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπρεπῆ — μεγαλοπρεπής befitting a great man neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρεπέστερον — μεγαλοπρεπής befitting a great man adverbial comp μεγαλοπρεπής befitting a great man masc acc comp sg μεγαλοπρεπής befitting a great man neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλκη — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπρεπεστάτων — μεγαλοπρεπής befitting a great man fem gen superl pl μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρεπεστέραις — μεγαλοπρεπής befitting a great man fem dat comp pl μεγαλοπρεπεστέρᾱͅς , μεγαλοπρεπής befitting a great man fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπρεπεστέρων — μεγαλοπρεπής befitting a great man fem gen comp pl μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”